- σικύς
- Α(κατά τον Ησύχ.) «ὁ γναφεύς».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σίκυς — υος, η και ο, ΝΑ νεοελλ. η καρπουζιά αρχ. 1. το αγγούρι, ο σίκυος 2. το φυτό σίκυος ο άγριος, η πικραγγουριά, γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ονοματολογία, ως Εκκβάλιο το ελατήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σικύα (πρβλ. και σίκυος … Dictionary of Greek
οστρύα — (οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα… … Dictionary of Greek
тыква — укр. тиква, др. русск. тыкы, род. п. къве, болг. тиква, сербохорв. ти̏ква, словен. tîkva, чеш. tykev, слвц. tekvica, польск. tykwa. Сравнивают с греч. σίκυς м. огурец , σίκυος, род. п. ου – то же, местн. н. Σικυών Огуречный город , наряду с этим … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αγκέντουμ — ἀγκέντουμ (Α) άγριο αγγούρι, «σίκυς ο άγριος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ancentum] … Dictionary of Greek
δρακοντίας — δρακοντίας, ο (AM) μσν. πολύτιμη πέτρα αρχ. 1. δρακόντειος 2. φρ. α) «δρακοντίας πυρός» είδος σιταριού β) «δρακοντίας σίκυς» αγγούρι 3. πέτρα που βρίσκεται στο κεφάλι ερπετού … Dictionary of Greek
νότιον — νότιον, τὸ (Α) το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία σίκυς ο άγριος … Dictionary of Greek
πευκέδανος — ἡ, Α 1. το φυτό πευκέδανο 2. το φυτό σίκυς ο άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πευκέδανον με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
πολίτικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν [Πόλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κωνσταντινούπολη ή αυτός που προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη («πολίτικος χαλβάς») 2. το θηλ. ως ουσ. η πολίτικη κοινή ονομασία μιας ποικιλίας τού φυτού που είναι γνωστό με τη… … Dictionary of Greek
ράφυς — και ῥάπυς, υος, ἡ, Α η βρούβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. ῥάφανος, ο οποίος έχει σχηματιστεί από το θ. ῥαφ (για τον τ. ῥάπυς, βλ. λ. ράφανος) με διαφορετικό επίθημα υς (πρβλ. κάχρ υς, σίκυς) και δηλώνει άλλο είδος φυτού (βλ. και λ. ράφανος)] … Dictionary of Greek
σκορπίον — τὸ, Α [σκορπίος] 1. το αγκαθωτό φυτό τράγος 2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό σίκυς ο άγριος 3. το φυτό ηλιοτρόπιο … Dictionary of Greek